συμβιωσόμενοι

συμβιωσόμενοι
συμβιόω
live with
fut part mid masc nom/voc pl
συμβιόω
live with
fut part mid masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συμβιώνω — συμβιῶ, όω, ΝΜΑ (για πρόσ. και οργανισμούς) ζω μαζί με κάποιον (α. «με καλή θέληση, όλοι οι άνθρωποι μπορούν να συμβιώσουν ειρηνικά» β. «ὡς κοινῇ συμβιωσόμενοι», Πλάτ. γ. «χείρους πρὸς τὸ συμβιοῡν», Αριστοτ.) αρχ. 1. (για συζύγους) συζώ 2. μτφ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”